ὄπεας

ὄπεας
ὄπεᾰς, ᾰτος, τό,
A awl, Poll.10.141 (v.l. ὄπεαρ) ; dat. written ὑπέατι in Hdt.4.70, cf. Hsch. s.v. ὔπεα, and

ῥάπτει ὑπητίῳ

rupiat,

Gloss.

:— [var] Dim. [full] ὀπήτιον, τό, Nicoch.9 (dub., ὄπεαρ Kock), Hp.Epid.5.45, LXX Ex.21.6, De.15.17, Peripl.M.Rubr.17 ; [full] ὀπητίδιον, Poll.7.83. (Prob. from same root as ὀπή.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • όπεας — ὄπεας και δ. γρφ. ὄπεαρ, ατος, τὸ (Α) αιχμηρό εργαλείο τού υποδηματοποιού, σουβλί για το τρύπημα δερμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. τεχνικός όρος, ο οποίος συνδέεται με τη λ. ὀπή «τρύπα» και εμφανίζει επίθημα ας / αρ, το οποίο απαντά μόνο σε αρχ. λέξεις.… …   Dictionary of Greek

  • ὑπέατι — ὄπεας awl neut dat sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπητίδιον — ὀπητίδιον, τὸ (Α) υποκορ. τού ὄπεας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπεας, ατος «αιχμηρό όργανο» + υποκορ. κατάλ. ίδιον, με συναίρεση τών φωνηέντων εα ] …   Dictionary of Greek

  • οπήτιον — ὀπήτιον και ὀπίτιον, τὸ (Α) αιχμηρό εργαλείο, σουβλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπεας, ατος «αιχμηρό όργανο», με συναίρεση τών φωνηέντων εα σε η ] …   Dictionary of Greek

  • υπήτιον — τὸ, Α αιχμηρό όργανο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. ὀπήτιον* «αιχμηρό εργαλείο», με δυσερμήνευτο αρκτικό ὑ (βλ. λ. όπεας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”