όπεας — ὄπεας και δ. γρφ. ὄπεαρ, ατος, τὸ (Α) αιχμηρό εργαλείο τού υποδηματοποιού, σουβλί για το τρύπημα δερμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. τεχνικός όρος, ο οποίος συνδέεται με τη λ. ὀπή «τρύπα» και εμφανίζει επίθημα ας / αρ, το οποίο απαντά μόνο σε αρχ. λέξεις.… … Dictionary of Greek
ὑπέατι — ὄπεας awl neut dat sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπητίδιον — ὀπητίδιον, τὸ (Α) υποκορ. τού ὄπεας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπεας, ατος «αιχμηρό όργανο» + υποκορ. κατάλ. ίδιον, με συναίρεση τών φωνηέντων εα ] … Dictionary of Greek
οπήτιον — ὀπήτιον και ὀπίτιον, τὸ (Α) αιχμηρό εργαλείο, σουβλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπεας, ατος «αιχμηρό όργανο», με συναίρεση τών φωνηέντων εα σε η ] … Dictionary of Greek
υπήτιον — τὸ, Α αιχμηρό όργανο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. ὀπήτιον* «αιχμηρό εργαλείο», με δυσερμήνευτο αρκτικό ὑ (βλ. λ. όπεας)] … Dictionary of Greek